ιδιόχειρος

ιδιόχειρος
kendi eliyle, kendi el yazısıyla

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰδιόχειρος — autographed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιόχειρος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ ιδιόχειρος, ον) αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη») νεοελλ. φρ. «ιδιόχειρη επίδοση τής επιστολής» η παράδοση τής επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται μσν. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ιδιόχειρος — η, ο επίρρ. ιδιόχειρα και ιδιοχείρως αυτός που γίνεται με τα ίδια τα χέρια κάποιου: Ιδιόχειρη υπογραφή. – Παρέδωσε την επιστολή ιδιοχείρως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιοχείρως — ἰδιόχειρος autographed adverbial ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιόχειρον — ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc sg ἰδιόχειρος autographed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοχείρου — ἰδιόχειρος autographed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοχείρους — ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοχείρων — ἰδιόχειρος autographed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοχείρῳ — ἰδιόχειρος autographed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιόχειρα — ἰδιόχειρος autographed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιόχειροι — ἰδιόχειρος autographed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”